- τροφίμου
- τρόφιμοςnourishingmasc/neut gen sgτρόφιμοςnourishingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
ομογενοποίηση — και ομοιογενοποίηση, η 1. (μικρβλ.) μέθοδος που χρησιμοποιείται για εμπλουτισμό μικροβιοφόρου υλικού και διευκόλυνση τής ανίχνευσης τών μικροβίων 2. (μεταλργ.) η κατεργασία μετάλλου σε υψηλή θερμοκρασία και για αρκετό χρονικό διάστημα, με σκοπό… … Dictionary of Greek
στύφω — ΝΜΑ 1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων τού στόματος, προξενώ στυφότητα 2. προκαλώ συστολή τής κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.) 3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια τής… … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
τάγγιση — και τάγκιση, η, Ν [ταγγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταγγίζω, αλλοίωση τών τροφίμων που περιέχουν λιπαρές ουσίες, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση δυσάρεστης οσμής και γεύσης και, ορισμένες φορές, από μεταβολή χρώματος τού τροφίμου … Dictionary of Greek
τροφιμότης — ητος, ἡ, Μ [τρόφιμος] η ιδιότητα τού τροφίμου, τού θρεπτικού, θρεπτικότητα … Dictionary of Greek
τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν … Dictionary of Greek
υφή — η / ὑφή, ΝΑ νεοελλ. 1. ο τρόπος ύφανσης ενός υφάσματος («πυκνή υφή») 2. η εσωτερική διάταξη τών μορίων ενός σώματος, φυσική σύνθεση («η υφή τού ξύλου») 3. μτφ. η διάρθρωση και σύνδεση τών μερών λογοτεχνικού έργου 4. (μυκητ.) μικροσκοπικό,… … Dictionary of Greek
Αρλ — (Αrles). Πόλη (52.000 κάτ. το 2002) της Γαλλίας στην Προβηγκία. Στα παράλια της Α. είχαν εγκατασταθεί κατά τον 6ο αι. π.Χ. Έλληνες, που είχαν δημιουργήσει στα παράλιά της αποικία που ονομαζόταν Θηλίνη. Η σημερινή όμως πόλη ιδρύθηκε ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek